- Ιούλιος
- ο(λ. λατ.), όνομα του έβδομου μήνα του έτους. Ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Ιουλίου Καίσαρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Ἰούλιος — Julius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιούλιος — I Ο έβδομος μήνας του έτους, με 31 ημέρες. Ονομάστηκε Ι. προς τιμήν του Ιουλίου Καίσαρα. Προηγουμένως ονομαζόταν Quintilis, γιατί στο ημερολόγιο του Ρωμύλου και του Νουμά Πομπιλίου ήταν ο πέμπτος μήνας (αρχίζοντας από τον Μάρτιο) του έτους. Κατά… … Dictionary of Greek
Ιούλιος Καίσαρ — Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος … Dictionary of Greek
Ιούλιος, Παύλος — Βλ. λ. Παύλος, Ιούλιος … Dictionary of Greek
Ιούλιος Γάιος Ιούλιος — (5ος αι. μ.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Το 447 μ.Χ. εμπόδισε τους δημάρχους να λάβουν μέτρα εναντίον των ευγενών και το 435 μ.Χ. αντιμετώπισε τους Ουκιενταντούς, οι οποίοι εκείνη τη χρονιά έκαναν επιδρομές στο έδαφος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Συνολικά… … Dictionary of Greek
Ιούλιος των Μεδίκων — Βλ. λ. Κλήμης. Όνομα παπών … Dictionary of Greek
Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό … Dictionary of Greek
Φίλιππος Μάρκος Ιούλιος — (Βόστρα, Ιδουμαία; – Βερόνα 249). Αυτοκράτορας της Ρώμης (244 – 249). Αναφέρεται και ως Φ.Μ.I. ο Άραβας. Μετά την κατάταξή του στον ρωμαϊκό στρατό έγινε ανώτατος αξιωματικός κατά την εκστρατεία του Γορδιανού Γ’ ενάντια στους Πέρσες. Τότε εξελέγη… … Dictionary of Greek
Αγρικόλας, Γναίος Ιούλιος — (Cneius Julius Agricola, 40; – 93 μ.X.).Ρωμαίος στρατηγός, γνωστός για τις κατακτήσεις του στη Βρετανία και για τη βιογραφία που του έγραψε ο γαμπρός του, ιστοριογράφος Τάκιτος, που είχε νυμφευτεί την κόρη του Δομιτία. Ο Α. ήταν νήπιο όταν o… … Dictionary of Greek
Αλεξαντρίνι, Ιούλιος — (Julius Alexandrini, 12oς αι.). Ιταλός γιατρός και ελληνιστής. Διετέλεσε γιατρός στην αυλή των αυτοκρατόρων Φερδινάνδου Α’, Μαξιμιλιανού B’ και Ροδόλφου B’. Έγραψε διάφορες μελέτες με βάση τις θεωρίες του Γαληνού Κλαύδιου (129 201 μ.Χ.), του… … Dictionary of Greek